ψωριάζω

ψωριάζω
1. μετ. заражать чесоткой;
2. αμετ. 1) заражаться, болеть чесоткой; 2) перен. впасть в крайнюю бедность, нищету

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψωριάζω" в других словарях:

  • ψωριάζω — ψωριάζω, ψώριασα, ψωριασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψωριάζω — Ν 1. (μτβ.) μεταδίδω σε κάποιον ψώρα 2. (αμτβ.) α) προσβάλλομαι από ψώρα β) μτφ. καταντώ πάμπτωχος, εξαθλιώνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψωριασμένος, η, ο ψωραλέος, ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ἐψωρίασα, αόρ. τού αρχ. ψωριῶ*] …   Dictionary of Greek

  • ψωριάζω — ψώριασα, ψωριασμένος 1. γεμίζω κάποιον ψώρα. 2. αποκτώ ψώρα. 3. καταντώ πολύ φτωχός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψώριασμα — το, Ν [ψωριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψωριάζω …   Dictionary of Greek

  • ψωριώ — άω, Α ψωριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. ιῶ, ιάω δηλωτική ασθενείας (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ψωρώ — άω, Α [ψώρα] ψωριῶ*, ψωριάζω …   Dictionary of Greek

  • ψώριασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ψωριάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»